υπέρκαιρος

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
1. παράκαιρος
2. αυτός που υπερβαίνει τα χρονικά όρια, αιώνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καιρός (πρβλ. ἐπίκαιρος)].