υπερεκθεραπεύω

From LSJ

Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)

Source

Greek Monolingual

Α
με υπερβολικές περιποιήσεις προσπαθώ να κερδίσω την εύνοια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἐκθεραπεύω «με περιποιήσεις κάνω φίλο μου κάποιον»].