υπερευήθης

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

-εύηθες, Α
πάρα πολύ ανόητος ή αφελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + εὐήθης «αφελής, χαζός»].