υπερώδυνος

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
πάρα πολύ οδυνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. ἐπ-ώδυνος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].