Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Απιθ. βρυχώμαι σιγά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βρύχω «βρυχώμαι»].