υποθεραπεύω
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
Greek Monolingual
Μ
περιποιούμαι κάποιον σε μικρό βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + θεραπεύω «περιποιούμαι»].