υποκέλλω Search Google

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

Α
προσκρούω κρυφά ή ανεπαίσθητα σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὀκέλλω «ρίχνω το πλοίο στην ξηρά»].