υποκαθεύδω

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

Α
κοιμάμαι κάτω από κάτι («ὑποκαθεύδοντος δὲ τῇ σκιᾷ», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + καθεύδω «κοιμάμαι»].