υποκαταπίπτω

From LSJ

Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund

Menander, Monostichoi, 390

Greek Monolingual

Α
γκρεμίζομαι κάτω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + καταπίπτω «πέφτω κάτω, καταρρέω, γκρεμίζομαι»].