υποκαταπίπτω

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source

Greek Monolingual

Α
γκρεμίζομαι κάτω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + καταπίπτω «πέφτω κάτω, καταρρέω, γκρεμίζομαι»].