υποκλύω

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) ακούω κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κλύω «ακούω»].