υπολοιπάς

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
υπόλοιπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόλοιπος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. στολάς)].