υποφεύγω

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source

Greek Monolingual

Α φεύγω
1. διαφεύγω, κατορθώνω να ξεφύγω
2. αποσύρομαι, απομακρύνομαι.