υποφθαδόν
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Α
επίρρ. εκ τών προτέρων, προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φθάνω + επιρρμ. κατάλ. -δον (πρβλ. παρα-φθα-δόν)].