υφιστάμενος

From LSJ

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -ένη, Ν
αυτός που σε μια ιεραρχία κατέχει θέση κατώτερη από άλλον, ανώτερό του («ήταν υφιστάμενός μου, αλλά μετά τις εκλογές έγινε προϊστάμενος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μτχ. του ρ. υφίσταμαι ως επίθ.].