φάνην

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source

Russian (Dvoretsky)

φάνην: эп. aor. 2 pass. к φαίνω.