φίβαλις

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. φιβάλεως.

Greek Monolingual

-άλεως, ἡ, Α
1. είδος συκιάς, η φιβάλεως
2. μτφ. κάτισχνος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φιβάλεως].