φίλντισι

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

και φίλδισι, το, Ν
1. ελεφαντόδοντο
2. μάργαρος, σεντέφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fil-disi.