φανειά

Greek Monolingual

η / φάνεια, ΝΑ φαίνω / φαίνομαι]
εμφάνιση, παρουσία
νεοελλ.
φρ. «φαίνεται η φανειά μου»
(στον Ερωτόκρ.) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι.