ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ο, Νφθορά, καταστροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθαρ- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. φθείρω + κατάλ. -μός].