φθιωτικός

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / φθιωτικός, -ή, -όν, ΝΑ Φθιώτης
νεοελλ.
αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από την Φθιώτιδα
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φθία, πόλη της Θεσσαλίας.