γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
-ή, -ό / φθιωτικός, -ή, -όν, ΝΑ Φθιώτηςνεοελλ.αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από την Φθιώτιδααρχ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φθία, πόλη της Θεσσαλίας.