φιλαύτως
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Greek Monolingual
Α
επίρρ. βλ. φίλαυτος.
Russian (Dvoretsky)
φιλαύτως: себялюбиво или из себялюбия Luc., Sext.
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Α
επίρρ. βλ. φίλαυτος.
φιλαύτως: себялюбиво или из себялюбия Luc., Sext.