φίλαυτος

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐ́λαυτος Medium diacritics: φίλαυτος Low diacritics: φίλαυτος Capitals: ΦΙΛΑΥΤΟΣ
Transliteration A: phílautos Transliteration B: philautos Transliteration C: filaftos Beta Code: fi/lautos

English (LSJ)

φίλαυτον, (αὑτοῦ) loving oneself, in good sense, τὸν ἀγαθὸν δεῖ φίλαυτον εἶναι Arist.EN1169a12: more freq. in bad sense, selfish, Id.MM1212a29, Phld.Ir.p.60 W., Ph.1.171, al., 2 Ep.Ti.3.2, Plu.Arat.1, al., Arr.Epict.1.19.11; φίλαυτοι μᾶλλον ἢ δεῖ Arist.Rh.1389b35; τὸ φίλαυτον = φιλαυτία, selfishness Id.EN1168b14, Plu.2.40f, etc. Adv. φιλαύτως = selfishly Luc.Am.27, S.E.M.7.314.

German (Pape)

[Seite 1275] sich selbst liebend, eigenliebig, selbstsüchtig; Arist. eth. 9, 8, vgl. magn. mor. 2, 14; Luc. qu. sat. 24. – Adv., Luc. amor. 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
amoureux de soi, égoïste ; τὸ φίλαυτον c. φιλαυτία.
Étymologie: φίλος, αὐτός.

Russian (Dvoretsky)

φίλαυτος: себялюбивый Arst., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

φίλαυτος: -ον, (αὑτοῦ) ὁ ἀγαπῶν ἑαυτόν, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 8, 4 κἑξ.· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ ἀγαπῶν ἑαυτὸν ὑπὲρ πᾶν ἄλλο πρᾶγμα, «ἐγωϊστής», αὐτόθι, πρβλ. Ἠθ. Μεγ. 2. 14, 3, Ρητ. 1. 11, 26, Πλούτ., κλπ.· τὸ φίλαυτον, = φιλαυτία, Πλούτ. 2. 40F, κλπ. ― Ἐπίρρ. -τως, Λουκ. Ἔρωτ. 27. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322.

English (Strong)

from φίλος and αὐτός; fond of self, i.e. selfish: lover of own self.

English (Thayer)

φιλαυτον. (φίλος and αὐτός), loving oneself; too intent on one's own interests, selfish: φιλάγαθος); rhet. 1,11, 26 (where cf. Cope) ἀνάγκη πάντας φιλαυτους αἰναι ἐ μᾶλλον ἤ ἧττον; Philo, legg. alleg. 1,15; Plutarch, (Epictetus), Lucian, Sextus Empiricus; διά τό φύσει πάντας εἶναι φιλαυτους, Josephus, Antiquities 3,8, 1.) (Cf. Trench, Synonyms, § xciii.)

Greek Monolingual

-η, -ο / φίλαυτος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά υπερβολικά τον εαυτό του, υπέρμετρα εγωιστής («ὁ ἑαυτὸν δῆθεν φιλῶν καὶ πάντα πράττων ἑαυτοῦ χάριν», Φώτ.)
αρχ.
1. (με θετ. σημ.) αυτός που αγαπά τον εαυτό του
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλαυτον
η φιλαυτία.
επίρρ...
φιλαύτως Α
με φιλαυτία («καλὸν μὴ φιλαύτως ἀπολαῡσαι θελήσαντες», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -αυτος, από την αυτοπαθή αντων. ἑαυτοῦ /αὑτοῦ].

Greek Monotonic

φίλαυτος: -ον (αὑτοῦ), αυτός που αγαπά τον εαυτό του, σε Αριστ.

Middle Liddell

φίλ-αυτος, ον, αὑτοῦ
loving oneself, Arist.

Chinese

原文音譯:f⋯lautoj 非而-凹拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:喜愛-同一的
字義溯源:愛自己的,專顧自己,以自己為中心;由(φίλος)*=親愛)與(αὐτός)=自己)組成,而 (αὐτός)出自(Ἀττάλεια)X*=反身)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編
1) 愛自己(1) 提後3:2