φιλτράρω

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465

Greek Monolingual

Ν
περνώ από φίλτρο, διυλίζω, διηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. filtrare < filtro (βλ. λ. φίλτρο [ΙΙ])].