φλεβαναισθησία

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. νάρκωση με ενδοφλέβια ένεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέβα + αναισθησία].