ένεση
From LSJ
ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
Greek Monolingual
η (AM ἔνεσις) ενίημι
η έγχυση θεραπευτικού υγρού στον οργανισμό με ειδική συσκευή (σύριγγα) («ένεση ενδοφλέβια, υποδόρια»)
νεοελλ.
1. η συσκευή με την οποία γίνεται η έγχυση του θεραπευτικού υγρού, η σύριγγα
2. το ίδιο το υγρό («της έγραψε ενέσεις για την καρδιά»)
3. μτφ. ενθάρρυνση, παρότρυνση («χρειάζεται μερικές ενέσεις στο ηθικό του»)
μσν.
κλύσμα
αρχ.
ένθεση, εμβολή («ἔνεσις φύσης ἐνιεμένης ἐς τήν κοιλίην», Ιπποκρ.).