φλωρί

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472

Greek Monolingual

το, ΝΜ, και λόγιος τ. φλωρίον Ν
το φλουρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. λατ. florinus (βλ. και λ. φλουρί)].