φλουρί
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Greek Monolingual
το, Ν
1. κάθε παλαιό χρυσό νόμισμα («το φλουρί της βασιλόπιτας το βρήκε ο μικρός»)
2. (ειδικά) χρυσό βυζαντινό νόμισμα
3. μεταλλικό κόσμημα παραδοσιακής φορεσιάς («η παραδοσιακή φορεσιά της Σαλαμίνας έχει πολλά φλουριά ως κοσμήματα στήθους»)
3. συνεκδ. το κίτρινο χρώμα, το χρυσαφί
4. φρ. α) «έγινε (κίτρινος) σαν το φλουρί» — χλόμιασε από φόβο ή από συγκίνηση
β) «είναι βουτηγμένος στο φλουρί» — είναι πάμπλουτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. λατ. florinus < florens nummus < florens, μτχ. του ρ. floreo «ανθίζω» + nummus «είδος νομίσματος». Ο τ. φλουρί με κώφωση του αναμενόμενου -ω- (πρβλ. φλωρί), πρβλ. κώδων: κουδούνι].