φοιβολόγος

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122

Greek (Liddell-Scott)

φοιβολόγος: Τειρεσίας, προφητικός, Ψευδοκαλλισθ. Α΄, 46, σ. 52, ἔκδ. Mül.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
προφήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + -λόγος].