φοιβολόγος
From LSJ
Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an
Greek (Liddell-Scott)
φοιβολόγος: Τειρεσίας, προφητικός, Ψευδοκαλλισθ. Α΄, 46, σ. 52, ἔκδ. Mül.