φοιβολόγος

From LSJ

ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt

Source

Greek (Liddell-Scott)

φοιβολόγος: Τειρεσίας, προφητικός, Ψευδοκαλλισθ. Α΄, 46, σ. 52, ἔκδ. Mül.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
προφήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + -λόγος].