φονικώς

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source

Greek Monolingual

φονικῶς, ΝΑ, και φονικά Ν
επίρρ. βλ. φονικός.