φουσκίτσα

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

η, Ν [[[φούσκα]] (Ι)]
υποκορ. μικρή φούσκα ή φυσαλλίδα ή μικρό μπαλόνι.