φούσκα
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Greek Monolingual
(I)
η, Ν
1. κύστη και, κυρίως, η ουροδόχος κύστη
2. μεγάλη φυσαλλίδα
3. φλύκταινα, φουσκάλα
4. μπαλόνι
5. το κάτω μέρος της βράκας, η φουφούλα
6. βοτ. κοινή ονομασία του είδους φυλλοβόλων θάμνων Colutea arborescens του γένους κολουτέα, που απαντά σε θαμνότοπους χαμηλού υψομέτρου σε όλη σχεδόν την Ελλάδα, αλλ. αγριοσιναμική
7. ναυτ. το ισχίο του πλοίου
8. ζωολ. κοινή ονομασία τών ασκιδίων
9. φρ. α) «αέρας της φούσκας»
ναυτ. επίφορος άνεμος
β) «αρμενισιά της φούσκας»
ναυτ. επίφορη ιστιοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φύσκη «κύστη», με τροπή του -υ- σε -ου- (πρβλ. ξυράφι: ξουράφι)].
(II)
ἡ, Α
ξινό κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. posca «ξινό κρασί»].