φτενός

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / πτενός, -ή, -όν, ΝΜ
λεπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτενός «διαφανής» (< πτενόν «φτερό»)].