φτωχοπερήφανος

From LSJ

Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. άνθρωπος φτωχός αλλά περήφανος
2. (με αρνητική σημ.) ψωροπερήφανος.