ψωροπερήφανος

From LSJ

βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
φτωχός που υπερηφανεύεται, που είναι φαντασμένος, και ακατάδεχτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + (υ)περήφανος].