φωλίτσα

From LSJ

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source

Greek Monolingual

η, Ν φωλιά
1. υποκορ. μικρή φωλιά
2. μτφ. απόκρυφο, απόμερο καταφύγιο («ερωτική φωλίτσα»).