φωναράς

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source

Greek Monolingual

-ού, -άδικο, Ν
φωνακλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + μεγεθ. κατάλ. -αράς- (πρβλ. κλεφταράς, υπναράς)].