Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
ο, θηλ. κλεφταρούκλέφταρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + μεγεθ. κατάλ. -αράς (πρβλ. κοιλαράς, μυταράς)].