κλεφταράς

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

ο, θηλ. κλεφταρού
κλέφταρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + μεγεθ. κατάλ. -αράς (πρβλ. κοιλαράς, μυταράς)].