φωνητός

English (LSJ)

φωνητή, φωνητόν,
A to be spoken, ἅ τ' οὐ φωνητὰ πρὸς ἀνδρός AP6.210 (Philet.).
II utterable, τὸ ἔσχατον φ., opp. τὸ πρῶτον ἀκουστόν, Nicom.Harm.2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu'on peut dire.
Étymologie: φωνέω.

Russian (Dvoretsky)

φωνητός: [adj. verb. к φωνέω выразимый словами: τὰ οὐ φωνητά Anth. невыразимое.

Greek (Liddell-Scott)

φωνητός: -ή, -όν, λεκτός, ἅ τ’ οὐ φωνητὰ πρὸς ἄνδρας Ἀνθ. Παλατ. 6. 210.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φωνῶ
αυτός που μπορεί να λεχθεί, ο λεκτός («ἅ τ' οὐ φωνητὰ πρὸς ἀνδρός», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

φωνητός: -ή, -όν (φωνέω), αυτός που έχει λεχθεί, που έχει ειπωθεί, σε Ανθ.

Middle Liddell

φωνητός, ή, όν φωνέω
to be spoken, Anth.