φωνέω
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
(φωνή)
A produce a sound or tone:
I prop. of men, speak loud or clearly, or simply, speak, give utterance, Hom. only in aor. (pres. and impf. only in compds.); ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη Il.6.116, cf. 11.531, al.; ἔπος φάτο φώνησέν τε Od.4.370; φωνήσας προσέφη Il.14.41; καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα addressed him with a loud voice in winged words, 1.201, cf. 4.284, al.; φωνοῦντος ἢ ἠχοῦντος ἢ ψοφοῦντος Epicur.Ep.1p.13U.; followed by the words spoken, φώνησε (φώνασε codd.) δ', εὕδεις, βασιλεῦ Pi.O.13.67; χρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν, πρήσω πόλιν A.Th.434, cf. Ag.1334 (anap.); οἱ βουλευταὶ ἐφώνησαν.. the Senators exclaimed.., POxy. 2110.6 (iv A. D.); "βέκος φ. utter the word βέκος, Hdt.2.2: c. acc. cogn., ὄπα φωνησάσης having made her voice sound, Od.24.535; φ. φάτιν S.El.329: with neut. Adj., φ. μέγιστον ἀνθρώπων to have the loudest voice, Hdt.4.141, 7.117; ὄρθιον φ. Pi.N.10.76; ἄλλο τι φ. A.Pr. 1063 (anap.); τάδε φ. Id.Ch.314 (anap.); μέγα φ. Id.Eu.936 (anap.), S.Ph.574; ἄπυστα φ. Id.OC489; ὅσια φ. Id.Ph.662; δεινὸν φ. ib. 1225; εὔφημα Id.Aj.362, 591, E.IT687, etc.; μηδεὶς ἔπος φωνείτω IG22.1368.108; τὸν ῥηϊδίως φωνεῦντα πᾶν ἔπος Anaxarch.1: abs., cry aloud, as in joy, S.Tr.202; of a singer, ἀοιδὸς.. αἰόλα φωνέων Theoc.16.44:—Pass., τὰ φωνηθέντα sounds or words uttered, Pl.Sph. 262c, Ti.72a, cf. Longin.39.4.
2 of animals, utter their cries, Arist.HA578a32; of birds, ib.593a14; [τὰ σελάχη] φωνεῖν οὐκ ὀρθῶς ἔχει φάναι, ψοφεῖν δέ ib.535b25; ἐφώνησε πέρδιξ LXX Je.17.11; of the cock, crow, Ev.Matt.26.34, al.
3 as law-term, affirm, testify in court, Leg.Gort.1.18, al. (written πωνίω).
4 of a musical instrument, sound, E.Or.146 (lyr.); of sounds, ἡδὺ φωνεῖν sound sweetly, Plu.2.1021b; but βροντὴ φ. it has a voice, is significant, X.Ap.12.
5 ἄφωνα καὶ φωνοῦντα consonants and vowels, E.Fr.578 codd. Stob. (fort. ἄφωνα φωνήεντα).
II c. acc. pers., call by name, call, Αἴαντα φωνῶ I call 'Ajax' S.Aj.73, cf. Ph.229, Ev.Matt.27.47, etc.; call by a name, ὑμεῖς φωνεῖτέ με ὁ διδάσκαλος Ev.Jo.13.13:—Pass., to be called, τὰ ἀρχαῖα ἐκπώματα κισσύβια φωνέεται Nic.Fr.1.
2 φ. τινα c. inf., command, σὲ φωνῶ νεκρὸν.. μὴ συγκομίζειν S.Aj.1047.
3 invite, τοὺς φίλους Ev.Luc.14.12.
4 c. dat. pers., call to, cry to, Ζεῦ ἄνα, σοὶ φωνῶ S.OC1485 (lyr.), cf. OT1121; ἕρποντι φωνεῖς Id.Aj. 543.
III c. acc. rei, speak or tell of, προσβολὰς Ἐρινύων A.Ch. 283; ὁδοῦ τέλος.. οἷον οὐδὲ φωνῆσαί τινι ἔξεσθ' tell to any one, S.OC 1402; φ. τὸ Ἐπιχάρμειον recite it, Pl.Ax.366c.
German (Pape)
[Seite 1322] 1) einen Laut od. Ton hervorbringen, bes. von Menschen, laut od. deutlich sprechen; so von Hom. meist mit einem andern gleichbedeutenden Zeitworte verbunden, ἔπος φάτο φώνησέν τε, φωνήσας προσέφη, φωνήσας ἔπος ηὔδα, ἀμείβετο φώνησέν τε u. ä.; Od. 24, 535 ὄπα φωνήσασα, die Stimme erschallen lassend; vgl. 2, 182. 10, 512; μέγιστα φωνέειν, die Stimme auf's lauteste erheben, Her. 4, 141. 7, 117; εἶπεν φωνήσαις Pind. I. 5, 49, u. öfter; χρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν πρήσω πόλιν Aesch. Spt. 434; ὁ πρέσβυς τόδ' εἶπε φωνῶν Ag. 198, u. oft, wie Soph. u. Eur., εὔφημα φώνει I. T. 687; auch von musikalischen Instrumenten, Or. 146; vom Singen, Theocr. 16, 44; τὰ φωνηθέντα Plat. Soph. 262 c; Folgde. – 2) τινά, anreden, wie man die häufige Vrbdg καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα erkl., wo aber μίν richtiger von προσηύδα abhängig gemacht wird, er sprach die Stimme erhebend zu ihm die geflügelten Worte; Soph. vrbdt Ζεῦ ἄνα, σοὶ φωνῶ, O. C. 1485. – Bei Namen rufen, Αἴαντα φωνῶ Soph. Ai. 73; Ap. Rh. 3, 673; dah. φωνεῖσθαι = genannt werden, Nicand. bei Ath. XI, 477 b.
French (Bailly abrégé)
φωνῶ :
f. φωνήσω, ao. ἐφώνησα, pf. πεφώνηκα;
Pass. ao. ἐφωνήθην, pf. πεφώνημαι;
A. faire entendre un son de voix, particul. émettre un son de voix clair ou fort, d'où
I. en parl. de pers.
1 parler haut, dire d'une voix forte, élever la voix : φ. φάτιν SOPH prononcer une parole ; ὄπα φ. OD faire résonner sa voix ; μέγα φ. ESCHL, μέγιστα φωνέειν HDT élever la voix haut, très haut ; abs. pousser des cris de joie;
2 parler : φωνήσας προσηύδα IL ayant pris la parole, il dit en s'adressant à ; abs. adresser la parole à haute voix : τινι à qqn, appeler ou interpeller qqn;
3 ordonner, commander, prescrire, avec une prop. inf.;
4 parler de, acc.;
II. en parl. d'animaux crier;
III. en parl. d'instr. de mus. résonner, retentir;
IV. en parl. des sons eux-mêmes résonner;
B. appeler ; appeler par son nom.
Étymologie: φωνή.
Russian (Dvoretsky)
φωνέω:
1 (громко), говорить, произносить, возглашать (θεᾶς ὄπα φωνησάσης Hom.): φ. τὴν φάτιν Soph. громко говорить, кричать; ἃν (= ἃ ἂν) λέγῃς δέ, μὴ φώνει μέγα Soph. то, что скажешь, не говори громко; ἡ δ᾽ ἔπος φάτο φώνησέν τε Hom. она обратилась со (следующими) словами; ἔξοιδα φύσει σε μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φ. Soph. знаю, что не таков ты, чтобы говорить подобные вещи; φωνῆσαί τινί τι Soph. рассказать кому-л. о чем-л.; τὰ φωνηθέντα Plat. произнесенные слова, сказанное;
2 велеть, приказывать (φ. τινα ποιεῖν τι Soph.);
3 петь (ἀοιδὸς φωνέων Theocr.; ἀλέκτωρ ἐφώνησε NT);
4 (о животных), издавать звуки, кричать, Arph., Arst.;
5 звучать, раздаваться (σύριγγος πνοὰ φωνεῖ Eur.): φωνοῦντα γράμματα Eur. гласные звуки;
6 звать, призывать (τοὺς φίλους NT): Αἴαντα φωνῶ Soph. я тебя зову, Эант.
Greek (Liddell-Scott)
φωνέω: (φωνή). Ἐκπέμπω φωνὴν ἢ ἦχον· 1) κυρίως ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁμιλῶ μεγαλοφώνως, ἢ καθαρῶς, λαλῶ, φωνάζω, ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη Ἰλ. Ζ. 116, πρβλ. Λ. 531, κτλ.· ἔπος φάτο φώνησέν τε Ὀδ. Δ. 370· φωνήσας προσέφη Ἰλ. Ξ. 41, ἴδε κατωτ. ΙΙ· ― προστιθεμένων τῶν λέξεων ἃς φωνεῖ τις, φώνασε δ’, «εὕδεις βασιλεῦ» Πίνδ. Ο. 13. 94· χρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν, «πρήσω πόλιν» Αἰσχύλ. Θήβ. 434, πρβλ. Ἀγ. 1334· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., θεᾶς ὄπα φωνησάσης Ὀδ. Ω. 535, πρβλ. Ἰλ. Β. 182, Κ. 512· οὕτω, βεκὸς ἐφώνεον, ἐφώναζον βεκός, Ἡρόδ. 2. 2· φάτιν φ. Σοφ. Ἠλ. 329· οὕτω μετὰ οὐδ. ἐπιθ., μέγιστα φωνέειν Ἡρόδ. 4. 141., 7. 117· ὄρθιον φ. Πινδ. Ν. 10. 142· ἄλλο τι φ. Αἰσχύλ. Πρ. 1063· τάδε φ. ὁ αὐτ. ἐν Χο. 314· μέγα φ. ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 936, Σοφ. Φιλ. 547· ἄπυστα (ἴδε ἐν λ. ἄπυστος) φ. ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Κολ. 490· ὅσια φ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 662, πρβλ. 1225· εὔφημα ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 362, 591, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 687, κτλ.· ― ἀπολ., κράζω ἰσχυρῶς, μεγαλοφώνως, φωνάζω, οἷον ἐν χαρᾷ, Σοφ. Τραχ. 202· ᾄδω, Θεόκρ. 16. 44. ― Παθ., τὰ φωνηθέντα Πλάτ. Σοφ. 262C, Τίμ. 72Α, πρβλ. Λογγῖν. 39. 2) ἐπὶ ζῴων, κράζω, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 6, 28, 2, 8. 3, 9· [τὰ σελάχη] φωνεῖν οὐκ ὀρθῶς ἔχει φάναι, ψοφεῖν δέ αὐτόθι 4. 9, 7· οὕτω παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἐπὶ τοῦ ἀλέκτορος, Εὐαγγ. Ματθ. κς΄, 34, κ. ἀλλ. 3) ἐπὶ μουσικοῦ ὀργάνου, ἠχῶ, παίζω, Εὐρ. Ὀρ. 146· ὡσαύτως ἐπὶ ἤχων, ἡδὺ φωνεῖν, ἠχεῖν ἡδέως, Πλούτ. 2. 1021Β, πρβλ. 902Β· ἀλλά, βροντὰς δὲ ἀμφιλέξει τις μὴ φωνεῖν...; ὅτι δὲν ἔχουσι φωνήν, ὅτι δὲν ἐκπέμπουσι φωνὴν σημαίνουσάν τι; Ξεν. Ἀπολ. 12. 4) τὰ φωνοῦντα, τὰ φωνήεντα, Εὐρ. Ἀποσπ. 582. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα Ἰλ. Α. 201, Β. 7. πρβλ. Δ. 284, Ο. 145, κλπ.· ἀλλ’ ἐν τοῖς τοιούτοις χωρίοις ἡ αἰτ. δυνατὸν νὰ ἀποδοθῇ εἰς τὸ προσηύδα, καὶ ἴσως οὕτω μᾶλλον πρέπει νὰ λαμβάνηται· ἀλλὰ καὶ μετὰ δοτ., κράζω, φωνάζω πρός τινα, Ζεῦ ἄνα, σοὶ φωνῶ Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1485, πρβλ. Οἰδ. Τύρ. 1122· ἕρποντι φωνεῖς ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 543. 2) καλῶ κατ’ ὄνομα, καλῶ, Αἴαντα φωνῶ αὐτόθι 73, πρβλ. Φιλ. 229, Εὐαγγέλ. κ. Ματθ. κζ΄, 47, κλπ.· ― ὡσαύτως, καλῶ διά τινος ὀνόματος, ὑμεῖς φωνεῖτέ με ὁ διδάσκαλος Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιγ΄, 13· ― ἐν τῷ παθ., καλοῦμαι, ὀνομάζομαι, ὅθεν τὰ ἀρχαῖα ἐκπώματα κισσύβια φωνέεται Νίκανδρ. ὁ Κολοφώνιος παρ. Ἀθην. 477Β. 3) φωνῶ τινα, μετ’ ἀπαρ., παραγγέλλω, διατάσσω, σὲ φωνῶ μή... συγκομίζειν Σοφ. Αἴ. 1048, ἔνθα ἴδε Schäf. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., κάμνω λόγον περί τινος, προσβολὰς Ἐρινύων Αἰσχύλ. Χο. 283· ὁδοῦ τέλος... οἷον οὐδὲ φωνῆσαί τινι ἔξεσθ’, οὐδὲ νὰ εἴπῃ τις εἴς τινα, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1402· φωνεῖν τὸ Ἐπιχάρμειον, λέγειν, μνημονεύειν, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366C.
English (Autenrieth)
(φωνή), aor. (ἐ)φώνησε, part. φωνήσᾶς: raise the voice, speak aloud, speak, see φωνή. Often joined to another verb of saying, either as participle, or as parallel tense, Il. 1.201, Od. 4.370.
English (Slater)
φωνέω, -άω (v. Forssman, 79ff.) speak φώνᾶσε δ (codd.: φώνησε Mommsen) (O. 13.67) ταῦτά μοι θαυμαστὸς ὄνειρος ἰὼν φωνεῖ (P. 4.163) ὄρθιον φώνᾶσε (codd.: φώνησε Mommsen) (N. 10.76) εἶπέν τε φωνήσαις ἅτε μάντις ἀνήρ (I. 6.51)
Spanish
English (Strong)
from φωνή; to emit a sound (animal, human or instrumental); by implication, to address in words or by name, also in imitation: call (for), crow, cry.
English (Thayer)
φώνω; imperfect 3rd person singular ἐφώνει; future φωνήσω; 1st aorist ἐφώνησα; 1st aorist infinitive passive, φωνηθῆναι; (φωνή);
1. as from Homer down, intransitive, to sound, emit a sound, to speak: of a cock, to crow, L brackets; WH omits the clause (see the latter's Appendix at the passage)), 72; Aristotle (see Liddell and Scott, under I:2)), Aesop fab. 36 (225 edition Halm)); of men, to cry, cry out, cry aloud, speak with a loud voice: followed by the words uttered, φωνή μεγάλη added (cf. Winer's Grammar, § 32,2at the end), T Tr WH); ἐφώνησε λέγων, φωνήσας εἶπεν, φωνήσας φωνή μεγάλη ... εἶπεν, ἐφώνησεν ἐν κραυγή (L T Tr WH φωνή) μεγάλη ... λέγων, φωνήσαντες ἐπυνθάνοντο (WH text ἐπυθοντο), Homer, Odyssey 24,535) Sophocles down, transitive,
a. to call, call to oneself: τινα — either by one's own voice, Buttmann, § 141,5 at the end); L T Tr WH; to send for, summon: R G; εἶπε φωνηθῆναι αὐτῷ τούς κτλ., ἐφώνησεν τινα ... ἐκ, with a genitive of the place, to call out of (i. e. bid one to quit a place and come to one), to invite: to address, accost, call by a name: τινα, followed by a nominative of the title (see Winer's Grammar, § 29,1; (Buttmann, § 131,8)), ἀναφωνέω, ἐπιφωνέω, προσφωνέω, συμφωνέω.)
Greek Monotonic
φωνέω: μέλ. -ήσω (φωνή), παράγω ήχο ή φωνή·
I. 1. κυρίως λέγεται για ανθρώπους, μιλάω δυνατά ή καθαρά, ή απλώς μιλάω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., ὄπα φωνήσασης, κάνω τη φωνή ήχο, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, βέκος φωνέω, βγάζω τον ήχο βέκος, σε Ηρόδ.· ομοίως με ουδ. επίθ., μέγιστα φωνέειν, έχει τη δυνατότερη φωνή, στον ίδ.· μέγα φωνέω, σε Αισχύλ.· απόλ., κλαίω δυνατά, σε Σοφ.· τραγουδάω, σε Θεόκρ.
2. λέγεται για ζώα, βγάζω κραυγές, σε Αριστ.· χρησιμοποιείται για τον κόκορα, κράζω, σε Καινή Διαθήκη
3. λέγεται για μουσικά όργανα, ηχώ, σε Ευρ.· αλλά βροντῆς φωνέω, έχει φωνή, είναι σημαντικό, σε Ξεν.
II. 1. με αιτ. προσ., μιλάω σε κάποιον, φωνάζω, καλώ κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., φωνάζω σε, Ζεῦ ἄνα, σοὶ φωνῶ, σε Σοφ.
2. φωνάζω κάποιον με το όνομά του, αποκαλώ, στον ίδ.
3. φωνέω τινά, με απαρ., προστάζω κάποιον να κάνει κάτι, σὲφωνῶ μὴ συγκομίζειν, σε Σοφ.
III. με αιτ. πράγμ., μιλάω σχετικά με, σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
φωνή
I. to produce a sound or tone:
1. properly of men, to speak loud or clearly, or simply to speak, Hom., etc.;—c. acc. cogn., ὄπα φωνήσασα making the voice sound, Od.; so, βέκος φ. to utter the sound βέκος, Hdt.; so with neut. adj., μέγιστα φωνέειν to have the loudest voice, Hdt.; μέγα φ. Aesch.: —absol. to cry aloud, Soph.; to sing, Theocr.
2. of animals, to utter their cries, Arist.; of the cock, to crow, NTest.
3. of a musical instrument, to sound, Eur.; but βροντὴ φ. it has a voice, is significant, Xen.
II. c. acc. pers. to speak to, call to, Il.; c. dat. to cry to, Ζεῦ ἄνα, σοὶ φωνῶ Soph.
2. to call by name, call, Soph., NTest.
3. φ. τινα, c. inf., to command one to do, σὲ φωνῶ μὴ συγκομίζειν Soph.
III. c. acc. rei, to speak or tell of, Aesch., Soph.
Greek Monolingual
φωνῶ, φωνέω, και πωνίω Α φωνή
1. εκβάλλω φωνή ή, γενικότερα, παράγω ήχο
2. (για πρόσ.) α) μιλώ δυνατά, φωνάζω ή μιλώ με καθαρότητα
β) (απλώς) λέω κάτι («ἔπος φάτο φώνησέν τε», Ομ. Οδ.)
γ) (ειδικά) ξεφωνίζω, ιδίως από χαρά («φωνήσατ' ὦ γυναῖκες», Σοφ.)
3. (για αοιδό) ψάλλω, τραγουδώ
4. (για ζώο) κράζω
5. (για πετεινό) λαλώ («πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι», ΚΔ)
6. (για μουσικό όργανο) ηχώ
7. κάνω κρότο
8. (με αιτ. προσ.) α) απευθύνομαι με λόγια σε κάποιον («καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα», Ομ. Ιλ.)
β) προσκαλώ κάποιον
9. (με δοτ. προσ.) φωνάζω κάποιον («Ζεῡ ἄνα, σοὶ φωνῶ», Σοφ.)
10. φωνάζω κάποιον με το όνομά του, καλώ ονομαστικά («Αἴαντα φωνῶ», Σοφ.)
11. αποκαλώ κάποιον με ένα όνομα, ονομάζω («ὑμεῖς φωνεῖτε με, ὁ διδάσκαλος», ΚΔ)
12. (με αιτ. προσ. και απρμφ.) διατάζω («σὲ φωνῶ τόνδε τὸν νεκρὸν χεροῖν μὴ συγκομίζειν», Σοφ.)
13. κάνω λόγο για κάτι, αναφέρω («ἄλλας τ' ἐφώνει προσβολὰς Ἐρινύων», Αισχύλ.)
14. προφέρω μια λέξη («τὰ παιδία... βεκὸς ἐφώνεον», Ηρόδ.)
15. (ως νομ. όρος) δηλώνω υπεύθυνα ή καταθέτω ένορκη βεβαίωση
16. (για βουλευτή) αναφωνώ
17. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ φωνοῦντα
γραμμ. τα φωνήεντα.
Chinese
原文音譯:fwnšw 賀尼哦
詞類次數:動詞(42)
原文字根:聲音
字義溯源:發聲,大聲呼喊,喊叫,喊著,大聲說,去叫,叫來,呼叫,叫,啼,請,招呼,稱呼,呼喚,召喚,講演;源自(φωνή)*=聲音)。參讀 (ἀκοή) (ἀναβοάω) (ἀποκρίνομαι) (καθάπτω) (ἐπιλέγω)同義字
出現次數:總共(43);太(5);可(10);路(10);約(13);徒(4);啓(1)
譯字彙編:
1) 叫(7) 太26:34; 太26:75; 可14:30; 可14:72; 路22:34; 路22:61; 約4:16;
2) 叫了(5) 太26:74; 可14:68; 可14:72; 路22:60; 約11:28;
3) 叫⋯來(4) 太20:32; 可9:35; 路19:15; 約18:33;
4) 喊著(4) 路16:24; 路23:46; 徒10:18; 啓14:18;
5) 呼叫(3) 路8:54; 徒9:41; 徒16:28;
6) 他叫⋯啦(1) 可10:49;
7) 他⋯叫(1) 約10:3;
8) 他叫了⋯來(1) 徒10:7;
9) 他叫⋯呢(1) 可15:35;
10) 他們⋯去叫(1) 可10:49;
11) 他⋯來(1) 路16:2;
12) 叫了⋯來(1) 約9:18;
13) 呼叫⋯呢(1) 太27:47;
14) 便叫⋯來(1) 約2:9;
15) 他們⋯來(1) 約9:24;
16) 啼(1) 約13:38;
17) 就大聲說(1) 路8:8;
18) 你們去叫(1) 可10:49;
19) 喊叫(1) 可1:26;
20) 請(1) 路14:12;
21) 招呼(1) 約1:48;
22) 稱呼(1) 約13:13;
23) 他呼喚(1) 約12:17;
24) 他叫(1) 約11:28;
25) 就叫了(1) 約18:27
Léxico de magia
llamar, invocar a démones y otras entidades ἐὰν εἴδη φωνῆσαι <θελήσῃς> si quieres llamar fantasmas P XIII 1077 ἐφώνησά σου τὴν ἀνυπέρβλητον Δόξαν he invocado tu insuperable Doxa P IV 1201 οὐ φωνήσω τοὺς βιαιοθανάτους, ἀλλ' ἀφήσω no llamaré a los que han muerto violentamente, sino que los dejaré P LVII 5