φωνόμετρο

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467

Greek Monolingual

το, Ν
1. τεχνολ. όργανο για τη μέτρηση της έντασης τών ήχων και, κυρίως, της φωνής
2. (φυσ.-τεχνολ.) συσκευή παραγωγής ήχων και θορύβων, χρησιμοποιούμενη για τον έλεγχο τών μικροφώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phonometre < φωνή + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. φωνόμετρον, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].