φωτοφόρο

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ζωολ. το φωτεινό όργανο τών πυγολαμπίδων και άλλων οργανισμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photophore].