χάχας

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346

Greek Monolingual

ο, Ν
1. αυτός που χάσκει, που μένει με το στόμα ανοιχτό
2. (κατ' επέκτ.) α) ανόητος, μάπας
β) αυτός που γελά χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, που χαχανίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο του γέλιου χα χα].