χάχας

From LSJ

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. αυτός που χάσκει, που μένει με το στόμα ανοιχτό
2. (κατ' επέκτ.) α) ανόητος, μάπας
β) αυτός που γελά χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, που χαχανίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο του γέλιου χα χα].