χαμαίμηλο

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410

Greek Monolingual

το / χαμαίμηλον, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) βοτ. το χαμομήλι
αρχ.
1. το φυτό ανθεμίς
2. το φυτό παρθένιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + μῆλον (πρβλ. κιτρόμηλον, κροκόμηλον)].