κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
χᾰριτόστεπτος: -ον, ὁ διὰ χαρίτων ἐστεμμένος, ἡ χαριτόστεπτος καὶ θεία Πουλχερία Κ. Μανασσ. Χρον. 2711.
-ον, Μ
(για γυναίκα) χαριτοστόλιστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + στεπτός (< στέφω), πρβλ. ἐριό-στεπτος, πιτύ-στεπτος].