χαρτοκλέβω
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
Greek Monolingual
και λόγιος τ. χαρτοκλεπτώ, -έω, Ν
κλέβω σε παιχνίδι με χαρτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτ-ιά + κλέβω. Ο τ. χαρτοκλεπτώ (< χαρτοκλέπτης) μαρτυρείται από το 1851 στον Ιω. Ισ. Σκυλίσση].