χιεσμός

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

German (Pape)

[Seite 1355] ὁ, ion. statt χιασμός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ιων. τ. βλ. χιασμός.